πανδαμεί

πανδαμεί
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. πανδημεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανδαμεί — πανδᾱμεί , πανδημεί with the whole people doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανδημεί — και πανδημί / δωρ. τ. πανδαμεί και πανδαμί, ΝΑ επίρρ. με την συμμετοχή όλου τού λαού, συν γυναιξί καί τέκνοις, με όλους μαζί, αθρόως αρχ. φρ. «πανδημεὶ στρατεύω» εκστρατεύω με πανστρατιά, με κινητοποίηση όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”